ελατός

ελατός
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν βασιλιάς της Κυλλήνης και, αφού βοήθησε τους Φωκαείς στον αγώνα κατά των Φλεγύων, ίδρυσε στη Φωκίδα την Ελάτεια.
2. Κένταυρος που σκοτώθηκε από τον Ηρακλή.
3. Γιος του Ικαρίου, πατέρας του Ταινάρου.
4. Αρχηγός των Λαπιδών, στη Λάρισα της Θεσσαλίας, σύζυγος της Ιππείας, η οποία γέννησε τον Αργοναύτη Πολύφημο, τον Καννέα και τη Δωτία.
II
Ονομασία τεσσάρων οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 520 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βλαχερνών.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 233 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών.
* * *
-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία τής έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλατός — ductile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔλατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • έλατος — ο βλ. έλατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελατός — ή, ό (για μέταλλα) 1. που μπορεί να σφυρηλατηθεί, σφυρηλατήσιμος. 2. σφυρήλατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Έλατος, Νώντας — (Βούρβουρα Αρκαδίας 1871 – 1951). Φιλολογικό ψευδώνυμο του παιδαγωγού και λογοτέχνη Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Εργάστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και… …   Dictionary of Greek

  • ἐλατά — ἐλατός ductile neut nom/voc/acc pl ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc/acc dual ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατόν — ἐλατός ductile masc acc sg ἐλατός ductile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαταῖς — ἐλατός ductile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαταί — ἐλατός ductile fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”